- σούρτης
- ο, Νβλ. σύρτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σούρτης — ο 1. συρτής. 2. κριάρι που πάει μπροστά από το κοπάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκεσέμι — και γκιοσέμι και κεσέμι, το τράγος ἡ κριάρι που οδηγεί ολόκληρο το κοπάδι, μπροστάρι, σούρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] … Dictionary of Greek
ορτυκοσούρτης — Ονομασία πολύ μικρού πουλιού, που οφείλεται στη σύμπτωση της εμφάνισής του με την εμφάνιση, κάθε χρόνο, των ορτυκιών. Πιστεύεται μάλιστα ότι είναι οδηγός και προστάτης τους κατά το ταξίδι τους και ότι τα υποβαστάζει με τις φτερούγες του, όταν… … Dictionary of Greek
σύρτης — ο, ΝΑ, και σούρτης Ν [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο μάνταλο θύρας ή παραθύρου το οποίο κινείται παλινδρομικά για την ασφάλιση ή απασφάλισή τους 2. κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι 3. αυλάκι που ανοίγεται σε ορεινές πλαγιές για… … Dictionary of Greek
τυφλοσούρτης — και λόγ. τ. τυφλοσύρτης, ο, Ν 1. αυτός που καθοδηγεί τυφλό 2. μτφ. πρόχειρο βοήθημα, ιδίως για μαθητές, όπου βρίσκει κανείς άκοπα και μηχανικά αυτό που ζητά («οι μεταφράσεις τών αρχαίων ελληνικών έχουν καταντήσει τυφλοσούρτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek